- λεπτοσύνη
- (I)ηβοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τής οικογένειας σύνθετα.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. leptosyne < νεολατ. leptosyne (< λεπτοσύνη)].————————(II)λεπτοσύνη, ἡ (ΑM) [λεπτός]λεπτότητα.
Dictionary of Greek. 2013.