λεπτοσύνη

λεπτοσύνη
(I)
η
βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τής οικογένειας σύνθετα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. leptosyne < νεολατ. leptosyne (< λεπτοσύνη)].
————————
(II)
λεπτοσύνη, ἡ (ΑM) [λεπτός]
λεπτότητα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • λεπτοσύνης — λεπτοσύνη fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεπτός — ή, ό (AM λεπτός, ή, όν) 1. αυτός που δεν έχει πάχος ή όγκο, φτενός, αραιός στη σύσταση, σε αντιδιαστολή με τον παχύ (α. «λεπτό ύφασμα» β. «λεπτόν τε πέπλον», Ευρ.) 2. αδύνατος, ισχνός, λιπόσαρκος (α. «μετά τη δίαιτα έγινε πολύ λεπτός» β. «ψῡχος… …   Dictionary of Greek

  • σκεπτοσύνη — ἡ, Α (ποιητ. τ.) σκέψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκέπτομαι, μέσω ενός αμάρτυρου ρηματ. επιθ. *σκεπτός (πρβλ. λεπτοσύνη: λεπτός)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”